- αποκινδυνευσις
- ἀποκινδύνευσιςἀπο-κινδύνευσις-εως ἥ отважная попытка, смелое начинание Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποκινδύνευσις — ἀποκινδύνευσις, η (Α) η ριψοκίνδυνη προσπάθεια … Dictionary of Greek
ἀποκινδυνεύσει — ἀποκινδύνευσις venturous attempt fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποκινδυνεύσεϊ , ἀποκινδύνευσις venturous attempt fem dat sg (epic) ἀποκινδύνευσις venturous attempt fem dat sg (attic ionic) ἀποκινδυνεύω make a desperate venture aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκινδύνευσιν — ἀποκινδύνευσις venturous attempt fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)